τροχάω

τροχάω
(I)
Ν
βλ. τροχίζω.
————————
(II)
Α [τροχός ή τρόχος]
1. (επικ. τ.) τροχάζω
2. (για αστέρα) περιστρέφομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμφιτροχάσας — ἀμφιτροχά̱σᾱς , ἀμφί τροχάω revolve pres part act fem acc pl (doric) ἀμφιτροχά̱σᾱς , ἀμφί τροχάω revolve pres part act fem gen sg (doric) ἀμφιτροχά̱σᾱς , ἀμφί τροχάω revolve aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχίζω — ΝΜΑ, και τρουχίζω και τροχάω Ν νεοελλ. 1. ακονίζω κοπτικό εργαλείο, μαχαίρι ή ψαλίδι, με τον ακονιστικό τροχό ή με την ακόνη («παν να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. τραγούδι) 2. ιατρ. καθαρίζω και λειαίνω δόντι με τον τροχό 3 …   Dictionary of Greek

  • παρατροχέοντα — παρά τροχάω revolve pres part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) παρά τροχάω revolve pres part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αματροχάω — ἁματροχάω (Α) (μόνο στη μετοχή ενεστώτα) ἁματροχόων αυτός που τρέχει μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα + τροχάω < τρέχω] …   Dictionary of Greek

  • τροχίζω — τρόχισα, τροχίστηκα, τροχισμένος και τροχάω 1. ακονίζω κάτι σε ακονιστικό τροχό ή σε ακόνι: Τροχίζει τα ξυράφια του κουρέα. 2. μτφ., εξασκώ, κάνω κάποιον ή κάτι ικανό: Με το διάβασμα τρόχισε τη μνήμη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιτετροχάσθω — ἐπιτετροχά̱σθω , ἐπί τροχάω revolve perf imperat mp 3rd sg (doric aeolic) ἐπί τροχάζω run quickly perf imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”